ItalianoGreco


sostanziàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sostanˈtsjale]

1 κεφαλαιώδης
2 εποικοδομητικός
3 ριζικός
4 στοιχειώδης
5 σημαντικός
6 ουσιώδης
7 ουσιαστικός
8 που έχει ουσία ή βαθύτερη σημασία
9 βασικός
10 θεμελιώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---