Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sostenibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sostenibiliˈta]

1 δυνατότητα διατήρησης ή συντήρησης
2 αντοχή
3 δυνατότητα υποστήριξης
4 ικανότητα στήριξης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sostenibile sostenimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sostare (ρ.αμτβ.)
sostegno (ουσ αρσ )
sostenere (ρ. μτβ.)
sostenersi (ρ.μ. (αντων.))
sostenibile (επίθ.)
sostenibilità (θηλ.ουσ)
sostenimento (ουσ αρσ )
sostenitore (ουσ αρσ )
sostenitore (επίθ.)
sostentamento (ουσ αρσ )
sostentare (ρ. μτβ.)
sostentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sostentatore (ουσ αρσ )
sostentatore (επίθ.)
sostentazione (θηλ.ουσ)
sostenutezza (θηλ.ουσ)
sostenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
sostituibile (επίθ.)
sostituibilità (θηλ.ουσ)
sostituire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---