Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsostenibilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sostenibiliˈta] 1 δυνατότητα διατήρησης ή συντήρησης 2 αντοχή 3 δυνατότητα υποστήριξης 4 ικανότητα στήριξης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |