Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sostenitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sosteniˈtore]

1 αλληλέγγυος
2 συμπαραστεκόμενος
3 υποστηρικτής
4 συμπαραστάτης
5 οπαδός
6 υπέρμαχος
7 υπερασπιστής
8 πρόμαχος
9 σύμμαχος
10 συνεπίκουρος
11 απολογητής
12 συνήγορος

sostenitóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sosteniˈtore]

1 υπερασπιστικός
2 συνεισφέρων
3 υποστηρικτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sostenimento sostentamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sostenere (ρ. μτβ.)
sostenersi (ρ.μ. (αντων.))
sostenibile (επίθ.)
sostenibilità (θηλ.ουσ)
sostenimento (ουσ αρσ )
sostenitore (ουσ αρσ )
sostenitore (επίθ.)
sostentamento (ουσ αρσ )
sostentare (ρ. μτβ.)
sostentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sostentatore (ουσ αρσ )
sostentatore (επίθ.)
sostentazione (θηλ.ουσ)
sostenutezza (θηλ.ουσ)
sostenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
sostituibile (επίθ.)
sostituibilità (θηλ.ουσ)
sostituire (ρ. μτβ.)
sostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
sostitutivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---