Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sostenére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sosteˈnere]

1 (affermare) υποστηρίζω, υποβαστάζω
2 (reggere) στηρίζω

sostenersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sosteˈnersi]

1 κρατώ τις δυνάμεις μου
2 συντηρούμαι
3 διατηρούμαι
4 στηρίζομαι
5 στέκομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sostegno sostenibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sostanziarsi (ρ.μ. (αντων.))
sostanziosità (θηλ.ουσ)
sostanzioso (επίθ.)
sostare (ρ.αμτβ.)
sostegno (ουσ αρσ )
sostenere (ρ. μτβ.)
sostenersi (ρ.μ. (αντων.))
sostenibile (επίθ.)
sostenibilità (θηλ.ουσ)
sostenimento (ουσ αρσ )
sostenitore (ουσ αρσ )
sostenitore (επίθ.)
sostentamento (ουσ αρσ )
sostentare (ρ. μτβ.)
sostentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sostentatore (ουσ αρσ )
sostentatore (επίθ.)
sostentazione (θηλ.ουσ)
sostenutezza (θηλ.ουσ)
sostenuto (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---