ItalianoGreco


sostenére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sosteˈnere]

1 (affermare) υποστηρίζω, υποβαστάζω
2 (reggere) στηρίζω

sostenersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sosteˈnersi]

1 κρατώ τις δυνάμεις μου
2 συντηρούμαι
3 διατηρούμαι
4 στηρίζομαι
5 στέκομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---