Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sostanziàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sostanˈtsjare]

1 επιβεβαιώνω
2 υλοποιώ
3 επαληθεύω
4 αποδεικνύω βασιμότητα
5 ενσαρκώνω

sostanziarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sostanˈtsjarsi]

1 επαληθεύομαι
2 επιβεβαιώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sostanzialmente sostanziosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sostanziale (αρσ. επίθ και ουσ)
sostanzialismo (ουσ αρσ )
sostanzialista (ουσ αρσ και θηλ.)
sostanzialità (θηλ.ουσ)
sostanzialmente (επίρ.)
sostanziare (ρ. μτβ.)
sostanziarsi (ρ.μ. (αντων.))
sostanziosità (θηλ.ουσ)
sostanzioso (επίθ.)
sostare (ρ.αμτβ.)
sostegno (ουσ αρσ )
sostenere (ρ. μτβ.)
sostenersi (ρ.μ. (αντων.))
sostenibile (επίθ.)
sostenibilità (θηλ.ουσ)
sostenimento (ουσ αρσ )
sostenitore (ουσ αρσ )
sostenitore (επίθ.)
sostentamento (ουσ αρσ )
sostentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---