Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsostentaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sostentaˈmento] 1 υποστήριξη 2 διατροφή 3 συντήρηση 4 διατήρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |