Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sostitùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sostiˈtuto]

1 αναπληρωματικός
2 αντικαταστάτης
3 αναπληρωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sostitutivo sostituzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sostituibile (επίθ.)
sostituibilità (θηλ.ουσ)
sostituire (ρ. μτβ.)
sostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
sostitutivo (επίθ.)
sostituto (ουσ αρσ )
sostituzione (θηλ.ουσ)
sostrato (ουσ αρσ )
sostruzione (θηλ.ουσ)
soteriologia (θηλ.ουσ)
soteriologico (επίθ.)
sottabito (ουσ αρσ )
sottacere (ρ. μτβ.)
sottaceto (επίθ.)
sottaciuto (επίθ.)
sottacqua (επίθ.)
sottalimentazione (θηλ.ουσ)
sottana (θηλ.ουσ)
sottanino (ουσ αρσ )
sottarco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---