Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsostràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sosˈtrato] 1 εδραίωση 2 θεμελίωμα 3 ίδρυση 4 θεμελίωση 5 υπέδαφος 6 υπόστρωμα 7 βάση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |