Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottacére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sottaˈʧere]

1 συγκαλύπτω
2 το περνάω ντούκου
3 παρατρέχω
4 παραλείπω να πω
5 παρασιωπώ
6 αποσιωπώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottabito sottaceto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sostrato (ουσ αρσ )
sostruzione (θηλ.ουσ)
soteriologia (θηλ.ουσ)
soteriologico (επίθ.)
sottabito (ουσ αρσ )
sottacere (ρ. μτβ.)
sottaceto (επίθ.)
sottaciuto (επίθ.)
sottacqua (επίθ.)
sottalimentazione (θηλ.ουσ)
sottana (θηλ.ουσ)
sottanino (ουσ αρσ )
sottarco (ουσ αρσ )
sottecchi (επίρ.)
sottendere (ρ. μτβ.)
sottentrare (ρ.αμτβ.)
sotterfugio (ουσ αρσ )
sotterrabile (επίθ.)
sotterramento (ουσ αρσ )
sotterranea (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---