Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsostruzióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sostrutˈtsjone] 1 υποδομή 2 υπόστρωμα 3 θεμέλιο 4 θεμελίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |