Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottacéto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sottaˈʧeto]

1 με σαλαμούρα
2 με άρμη
3 (al plurale: ((sottaceti))) τουρσιά, πίκλες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottacere sottaciuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sostruzione (θηλ.ουσ)
soteriologia (θηλ.ουσ)
soteriologico (επίθ.)
sottabito (ουσ αρσ )
sottacere (ρ. μτβ.)
sottaceto (επίθ.)
sottaciuto (επίθ.)
sottacqua (επίθ.)
sottalimentazione (θηλ.ουσ)
sottana (θηλ.ουσ)
sottanino (ουσ αρσ )
sottarco (ουσ αρσ )
sottecchi (επίρ.)
sottendere (ρ. μτβ.)
sottentrare (ρ.αμτβ.)
sotterfugio (ουσ αρσ )
sotterrabile (επίθ.)
sotterramento (ουσ αρσ )
sotterranea (θηλ.ουσ)
sotterraneo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---