Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsotterràneo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sotterˈraneo] το υπόγειο sotterràneo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sotterˈraneo] υπόγειος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |