Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sotterràneo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sotterˈraneo]

το υπόγειο

sotterràneo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sotterˈraneo]

υπόγειος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sotterranea sotterrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottentrare (ρ.αμτβ.)
sotterfugio (ουσ αρσ )
sotterrabile (επίθ.)
sotterramento (ουσ αρσ )
sotterranea (θηλ.ουσ)
sotterraneo (ουσ αρσ )
sotterraneo (επίθ.)
sotterrare (ρ. μτβ.)
sotterrato (επίθ.)
sotteso (επίθ.)
sottigliezza (θηλ.ουσ)
sottile (επίθ.)
sottiletta (θηλ.ουσ)
sottilizzare (ρ.αμτβ.)
sottilmente (επίρ.)
sottintendere (ρ. μτβ.)
sottinteso (ουσ αρσ )
sottinteso (επίθ.)
sotto (ουσ αρσ )
sotto (πρόθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---