Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsótto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsotto] κάτω τμήμα sótto πρόθεση Προσφορά I.P.A.: [ˈsotto] υπό, κάτω sótto επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈsotto] κάτω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsotto sale = παστός [-ή, -ό] || sott'olio = λαδιού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |