Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottoccupazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sottokkupatˈtsjone]

1 μερική απασχόληση
2 υποαπασχόληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottoccupato sottochiave  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottobottiglia (ουσ αρσ )
sottobraccio (επίθ.)
sottocapo (ουσ αρσ )
sottocchio (επίρ.)
sottoccupato (αρσ. επίθ και ουσ)
sottoccupazione (θηλ.ουσ)
sottochiave (επίρ.)
sottocipria (ουσ αρσ )
sottoclasse (θηλ.ουσ)
sottocoda (ουσ αρσ )
sottocommissione (θηλ.ουσ)
sottoconsumo (ουσ αρσ )
sottocoperta (θηλ.ουσ)
sottocoppa (ουσ αρσ )
sottocosto (επίθ.)
sottocultura (θηλ.ουσ)
sottocuoco (ουσ αρσ )
sottocutaneo (επίθ.)
sottocute (ουσ αρσ )
sottodominante (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---