Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottocuòco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sottoˈkwɔko]

αμαγείρευτο φαγητό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottocultura sottocutaneo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottoconsumo (ουσ αρσ )
sottocoperta (θηλ.ουσ)
sottocoppa (ουσ αρσ )
sottocosto (επίθ.)
sottocultura (θηλ.ουσ)
sottocuoco (ουσ αρσ )
sottocutaneo (επίθ.)
sottocute (ουσ αρσ )
sottodominante (θηλ.ουσ)
sottoesporre (ρ. μτβ.)
sottoesposizione (θηλ.ουσ)
sottoesposto (επίθ.)
sottofamiglia (θηλ.ουσ)
sottofondazione (θηλ.ουσ)
sottofondo (ουσ αρσ )
sottogamba (επίρ.)
sottogenere (ουσ αρσ )
sottogola (ουσ αρσ και θηλ.)
sottogonna (θηλ.ουσ)
sottogoverno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---