Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottofondazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sottofondatˈtsjone]

1 εργασίες προετοιμασίας θεμελίωσης
2 έδαφος προσαρμοσμένο για θεμελίωση
3 ενίσχυση θεμελίων
4 έδραση
5 θεμελίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottofamiglia sottofondo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottodominante (θηλ.ουσ)
sottoesporre (ρ. μτβ.)
sottoesposizione (θηλ.ουσ)
sottoesposto (επίθ.)
sottofamiglia (θηλ.ουσ)
sottofondazione (θηλ.ουσ)
sottofondo (ουσ αρσ )
sottogamba (επίρ.)
sottogenere (ουσ αρσ )
sottogola (ουσ αρσ και θηλ.)
sottogonna (θηλ.ουσ)
sottogoverno (ουσ αρσ )
sottogruppo (ουσ αρσ )
sottoinsieme (ουσ αρσ )
sottolineare (ρ. μτβ.)
sottolineatura (θηλ.ουσ)
sottolinguale (επίθ.)
sottolio (επίθ.)
sottomarino (ουσ αρσ )
sottomarino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---