Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsottogovèrno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sottogoˈvɛrno] 1 χρηματισμός από δημόσιο λειτουργό 2 διαφθορά κατόχου δημοσίου αξιώματος 3 παρακυβέρνηση 4 παρακράτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |