Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottogovèrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sottogoˈvɛrno]

1 χρηματισμός από δημόσιο λειτουργό
2 διαφθορά κατόχου δημοσίου αξιώματος
3 παρακυβέρνηση
4 παρακράτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottogonna sottogruppo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottofondo (ουσ αρσ )
sottogamba (επίρ.)
sottogenere (ουσ αρσ )
sottogola (ουσ αρσ και θηλ.)
sottogonna (θηλ.ουσ)
sottogoverno (ουσ αρσ )
sottogruppo (ουσ αρσ )
sottoinsieme (ουσ αρσ )
sottolineare (ρ. μτβ.)
sottolineatura (θηλ.ουσ)
sottolinguale (επίθ.)
sottolio (επίθ.)
sottomarino (ουσ αρσ )
sottomarino (επίθ.)
sottomascellare (επίθ.)
sottomesso (επίθ.)
sottomettere (ρ. μτβ.)
sottomissione (θηλ.ουσ)
sottomultiplo (ουσ αρσ )
sottomultiplo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---