Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottomissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sottomisˈsjone]

1 ανδραπόδιση
2 εξανδραποδισμός
3 ευπείθεια
4 τιθάσευση
5 υπακοή
6 κυρίευση
7 καθυπόταξη
8 υποδούλωση
9 κυρίευση
10 υποταγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottomettere sottomultiplo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottomarino (ουσ αρσ )
sottomarino (επίθ.)
sottomascellare (επίθ.)
sottomesso (επίθ.)
sottomettere (ρ. μτβ.)
sottomissione (θηλ.ουσ)
sottomultiplo (ουσ αρσ )
sottomultiplo (επίθ.)
sottonotato (επίθ.)
sottopalco (ουσ αρσ )
sottopancia (ουσ αρσ )
sottopassaggio (ουσ αρσ )
sottopiatto (ουσ αρσ )
sottopiede (ουσ αρσ )
sottopopolazione (θηλ.ουσ)
sottoporre (ρ. μτβ.)
sottoporsi (ρ.μ. (αντων.))
sottoposto (ουσ αρσ )
sottoposto (επίθ.)
sottoprefetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---