ItalianoGreco


sottomissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sottomisˈsjone]

1 ανδραπόδιση
2 εξανδραποδισμός
3 ευπείθεια
4 τιθάσευση
5 υπακοή
6 κυρίευση
7 καθυπόταξη
8 υποδούλωση
9 κυρίευση
10 υποταγή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---