ItalianoGreco


sottopósto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sottoˈposto]

υφιστάμενος

sottopósto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sottoˈposto]

1 εξαρτώμενος
2 υπεξούσιος
3 υποτελής
4 υποβληθείς
5 υποκείμενος
6 εκτεθειμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z