Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottopósto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sottoˈposto]

υφιστάμενος

sottopósto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sottoˈposto]

1 εξαρτώμενος
2 υπεξούσιος
3 υποτελής
4 υποβληθείς
5 υποκείμενος
6 εκτεθειμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottoporsi sottoprefetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottopiatto (ουσ αρσ )
sottopiede (ουσ αρσ )
sottopopolazione (θηλ.ουσ)
sottoporre (ρ. μτβ.)
sottoporsi (ρ.μ. (αντων.))
sottoposto (ουσ αρσ )
sottoposto (επίθ.)
sottoprefetto (ουσ αρσ )
sottoprefettura (θηλ.ουσ)
sottoprezzo (επίρ.)
sottoprodotto (ουσ αρσ )
sottoproduttivo (επίθ.)
sottoproduzione (θηλ.ουσ)
sottoprogramma (ουσ αρσ )
sottoproletariato (ουσ αρσ )
sottorbitale (επίθ.)
sottorbitario (επίθ.)
sottordine (ουσ αρσ )
sottoregno (ουσ αρσ )
sottoscala (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---