Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottopiède  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sottoˈpjɛde]

1 κάτω μέρος κάλτσας
2 στήριγμα καμάρας ποδιού (παπουτσιού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottopiatto sottopopolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottonotato (επίθ.)
sottopalco (ουσ αρσ )
sottopancia (ουσ αρσ )
sottopassaggio (ουσ αρσ )
sottopiatto (ουσ αρσ )
sottopiede (ουσ αρσ )
sottopopolazione (θηλ.ουσ)
sottoporre (ρ. μτβ.)
sottoporsi (ρ.μ. (αντων.))
sottoposto (ουσ αρσ )
sottoposto (επίθ.)
sottoprefetto (ουσ αρσ )
sottoprefettura (θηλ.ουσ)
sottoprezzo (επίρ.)
sottoprodotto (ουσ αρσ )
sottoproduttivo (επίθ.)
sottoproduzione (θηλ.ουσ)
sottoprogramma (ουσ αρσ )
sottoproletariato (ουσ αρσ )
sottorbitale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---