Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottintèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sottinˈtɛndere]

1 υποδηλώνω έμμεσα
2 υποδηλώνω
3 εννοώ
4 συνεπάγομαι
5 αντιλαμβάνομαι
6 καταλαβαίνω
7 υπαινίσσομαι
8 υπονοώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottilmente sottinteso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottigliezza (θηλ.ουσ)
sottile (επίθ.)
sottiletta (θηλ.ουσ)
sottilizzare (ρ.αμτβ.)
sottilmente (επίρ.)
sottintendere (ρ. μτβ.)
sottinteso (ουσ αρσ )
sottinteso (επίθ.)
sotto (ουσ αρσ )
sotto (πρόθ.)
sotto (επίρ.)
sottoalimentato (επίθ.)
sottobanco (επίθ.)
sottobicchiere (ουσ αρσ )
sottobordo (επίρ.)
sottobosco (ουσ αρσ )
sottobottiglia (ουσ αρσ )
sottobraccio (επίθ.)
sottocapo (ουσ αρσ )
sottocchio (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---