ItalianoGreco


sottigliézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sottiʎˈʎettsa]

1 μικρολογία
2 οξυδέρκεια
3 σοφιστεία
4 λεπτολογία
5 εξυπνάδα
6 ισχνότητα
7 λεπτότητα
8 οξύτητα
9 λιγνάδα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---