Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sotterràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sotterˈrato]

1 παλιομοδίτικος
2 παλιός
3 άχρηστος
4 θαμμένος
5 καταχωνιασμένος στο έδαφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sotterrare sotteso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sotterramento (ουσ αρσ )
sotterranea (θηλ.ουσ)
sotterraneo (ουσ αρσ )
sotterraneo (επίθ.)
sotterrare (ρ. μτβ.)
sotterrato (επίθ.)
sotteso (επίθ.)
sottigliezza (θηλ.ουσ)
sottile (επίθ.)
sottiletta (θηλ.ουσ)
sottilizzare (ρ.αμτβ.)
sottilmente (επίρ.)
sottintendere (ρ. μτβ.)
sottinteso (ουσ αρσ )
sottinteso (επίθ.)
sotto (ουσ αρσ )
sotto (πρόθ.)
sotto (επίρ.)
sottoalimentato (επίθ.)
sottobanco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---