Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottintéso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sottinˈteso]

το υπονοούμενο

sottintéso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sottinˈteso]

υπονοούμενος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottintendere sotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottile (επίθ.)
sottiletta (θηλ.ουσ)
sottilizzare (ρ.αμτβ.)
sottilmente (επίρ.)
sottintendere (ρ. μτβ.)
sottinteso (ουσ αρσ )
sottinteso (επίθ.)
sotto (ουσ αρσ )
sotto (πρόθ.)
sotto (επίρ.)
sottoalimentato (επίθ.)
sottobanco (επίθ.)
sottobicchiere (ουσ αρσ )
sottobordo (επίρ.)
sottobosco (ουσ αρσ )
sottobottiglia (ουσ αρσ )
sottobraccio (επίθ.)
sottocapo (ουσ αρσ )
sottocchio (επίρ.)
sottoccupato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---