Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottobòsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sottoˈbɔsko]

1 χαμηλή βλάστηση δάσους
2 δασάκι σε απότομη πλαγιά
3 ποώδης βλάστηση
4 χαμόκλαδα
5 θάμνοι και μικρά δέντρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottobordo sottobottiglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sotto (επίρ.)
sottoalimentato (επίθ.)
sottobanco (επίθ.)
sottobicchiere (ουσ αρσ )
sottobordo (επίρ.)
sottobosco (ουσ αρσ )
sottobottiglia (ουσ αρσ )
sottobraccio (επίθ.)
sottocapo (ουσ αρσ )
sottocchio (επίρ.)
sottoccupato (αρσ. επίθ και ουσ)
sottoccupazione (θηλ.ουσ)
sottochiave (επίρ.)
sottocipria (ουσ αρσ )
sottoclasse (θηλ.ουσ)
sottocoda (ουσ αρσ )
sottocommissione (θηλ.ουσ)
sottoconsumo (ουσ αρσ )
sottocoperta (θηλ.ουσ)
sottocoppa (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---