Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottilizzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sottilidˈdzare]

1 διυλίζω τον κώνωπα
2 είμαι λεπτολόγος
3 λεπτολογώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottiletta sottilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sotterrato (επίθ.)
sotteso (επίθ.)
sottigliezza (θηλ.ουσ)
sottile (επίθ.)
sottiletta (θηλ.ουσ)
sottilizzare (ρ.αμτβ.)
sottilmente (επίρ.)
sottintendere (ρ. μτβ.)
sottinteso (ουσ αρσ )
sottinteso (επίθ.)
sotto (ουσ αρσ )
sotto (πρόθ.)
sotto (επίρ.)
sottoalimentato (επίθ.)
sottobanco (επίθ.)
sottobicchiere (ουσ αρσ )
sottobordo (επίρ.)
sottobosco (ουσ αρσ )
sottobottiglia (ουσ αρσ )
sottobraccio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---