Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsottilizzàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [sottilidˈdzare] 1 διυλίζω τον κώνωπα 2 είμαι λεπτολόγος 3 λεπτολογώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |