Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sostenùto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sosteˈnuto]

1 υπερφίαλος
2 επηρμένος
3 ψυχρός και απόμακρος
4 υψιπετής
5 με παραμένουσα διάρκεια (μουσική)
6 σταθερός (για αγορά)
7 σταθερά ακριβός
8 κουμπωμένος
9 εφεκτικός
10 επιφυλακτικός
11 προσεχτικός
12 περιορισμένος σε λόγια και πράξεις
13 ακατάδεκτος
14 ψυχρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sostenutezza sostituibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sostentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sostentatore (ουσ αρσ )
sostentatore (επίθ.)
sostentazione (θηλ.ουσ)
sostenutezza (θηλ.ουσ)
sostenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
sostituibile (επίθ.)
sostituibilità (θηλ.ουσ)
sostituire (ρ. μτβ.)
sostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
sostitutivo (επίθ.)
sostituto (ουσ αρσ )
sostituzione (θηλ.ουσ)
sostrato (ουσ αρσ )
sostruzione (θηλ.ουσ)
soteriologia (θηλ.ουσ)
soteriologico (επίθ.)
sottabito (ουσ αρσ )
sottacere (ρ. μτβ.)
sottaceto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---