Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sostentatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sostentaˈtore]

1 συντηρητής
2 υποστηρικτής

sostentatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sostentaˈtore]

στηρικτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sostentarsi sostentazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sostenitore (ουσ αρσ )
sostenitore (επίθ.)
sostentamento (ουσ αρσ )
sostentare (ρ. μτβ.)
sostentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sostentatore (ουσ αρσ )
sostentatore (επίθ.)
sostentazione (θηλ.ουσ)
sostenutezza (θηλ.ουσ)
sostenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
sostituibile (επίθ.)
sostituibilità (θηλ.ουσ)
sostituire (ρ. μτβ.)
sostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
sostitutivo (επίθ.)
sostituto (ουσ αρσ )
sostituzione (θηλ.ουσ)
sostrato (ουσ αρσ )
sostruzione (θηλ.ουσ)
soteriologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---