Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsostentatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sostentaˈtore] 1 συντηρητής 2 υποστηρικτής sostentatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sostentaˈtore] στηρικτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |