ItalianoGreco


sostentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sostenˈtare]

1 παρέχω τα απαραίτητα
2 διατηρώ
3 διατρέφω
4 υποστηρίζω
5 συντηρώ

sostentarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sostenˈtarsi]

1 διατρέφομαι
2 τρέφομαι
3 συντηρούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---