sostentàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [sostenˈtare]
1 παρέχω τα απαραίτητα
2 διατηρώ
3 διατρέφω
4 υποστηρίζω
5 συντηρώ
sostentarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [sostenˈtarsi]
1 διατρέφομαι
2 τρέφομαι
3 συντηρούμαι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [sostenˈtare]
1 παρέχω τα απαραίτητα
2 διατηρώ
3 διατρέφω
4 υποστηρίζω
5 συντηρώ
sostentarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [sostenˈtarsi]
1 διατρέφομαι
2 τρέφομαι
3 συντηρούμαι
permalink
sostentare (ρ. μτβ.)
sostentarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android