Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsosteniménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sosteniˈmento] 1 θρεπτική αξία 2 μέσα διατήρησης ζωής 3 θρέψη 4 συντήρηση 5 διατροφή 6 τροφή 7 διατήρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |