Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sostantìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sostanˈtivo]

το ουσιαστικό

sostantìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sostanˈtivo]

ονοματικός (γραμματική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sostantivazione sostanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sosta (θηλ.ουσ)
sostantivale (επίθ.)
sostantivamente (επίρ.)
sostantivare (ρ. μτβ.)
sostantivazione (θηλ.ουσ)
sostantivo (ουσ αρσ )
sostantivo (επίθ.)
sostanza (θηλ.ουσ)
sostanziale (αρσ. επίθ και ουσ)
sostanzialismo (ουσ αρσ )
sostanzialista (ουσ αρσ και θηλ.)
sostanzialità (θηλ.ουσ)
sostanzialmente (επίρ.)
sostanziare (ρ. μτβ.)
sostanziarsi (ρ.μ. (αντων.))
sostanziosità (θηλ.ουσ)
sostanzioso (επίθ.)
sostare (ρ.αμτβ.)
sostegno (ουσ αρσ )
sostenere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---