ItalianoGreco


sostànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sosˈtantsa]

η ουσία


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sostanze [θηλ. πλυθ.] stupefacenti = οι ναρκωτικές ουσίες [f.]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---