Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsospiróso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sospiˈroso], [sospiˈrozo] 1 θλιμμένος 2 καταθλιπτικός 3 συνοφρυωμένος 4 δύσθυμος 5 αναστενάζων 6 μελαγχολικός 7 βαρύθυμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |