Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sospìro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sosˈpiro]

ο αναστεναγμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sospirato sospiroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sospettoso (επίθ.)
sospingere (ρ. μτβ.)
sospirare (ρ.αμτβ.)
sospirare (ρ. μτβ.)
sospirato (επίθ.)
sospiro (ουσ αρσ )
sospiroso (επίθ.)
sosta (θηλ.ουσ)
sostantivale (επίθ.)
sostantivamente (επίρ.)
sostantivare (ρ. μτβ.)
sostantivazione (θηλ.ουσ)
sostantivo (ουσ αρσ )
sostantivo (επίθ.)
sostanza (θηλ.ουσ)
sostanziale (αρσ. επίθ και ουσ)
sostanzialismo (ουσ αρσ )
sostanzialista (ουσ αρσ και θηλ.)
sostanzialità (θηλ.ουσ)
sostanzialmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---