Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sortilègio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sortiˈlɛʤo]

1 μαγγανεία
2 μαγεία
3 γοητεία
4 απάτη
5 γητειά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorteggio sortire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorte (θηλ.ουσ)
sorteggiabile (επίθ.)
sorteggiare (ρ. μτβ.)
sorteggiato (ουσ αρσ )
sorteggio (ουσ αρσ )
sortilegio (ουσ αρσ )
sortire (ρ.αμτβ.)
sortire (ρ. μτβ.)
sortita (θηλ.ουσ)
sorvegliante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sorveglianza (θηλ.ουσ)
sorvegliare (ρ. μτβ.)
sorvegliato (αρσ. επίθ και ουσ)
sorvolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sorvolo (ουσ αρσ )
soscrizione (θηλ.ουσ)
sosia (ουσ αρσ )
sospendere (ρ. μτβ.)
sospensione (θηλ.ουσ)
sospensiva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---