Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sòrte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔrta]

η μοίρα, η τύχη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorta sorteggiabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tirare a sorte = τραβώ στην τύχη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorriso (ουσ αρσ )
sorsata (θηλ.ουσ)
sorseggiare (ρ. μτβ.)
sorso (ουσ αρσ )
sorta (θηλ.ουσ)
sorte (θηλ.ουσ)
sorteggiabile (επίθ.)
sorteggiare (ρ. μτβ.)
sorteggiato (ουσ αρσ )
sorteggio (ουσ αρσ )
sortilegio (ουσ αρσ )
sortire (ρ.αμτβ.)
sortire (ρ. μτβ.)
sortita (θηλ.ουσ)
sorvegliante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sorveglianza (θηλ.ουσ)
sorvegliare (ρ. μτβ.)
sorvegliato (αρσ. επίθ και ουσ)
sorvolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sorvolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---