Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sorrèggere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sorˈrɛdʤere]

στηρίζω

sorreggersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sorˈrɛdʤersi]

1 στέκομαι
2 στηρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorpreso sorrentino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorprendentemente (επίρ.)
sorprendere (ρ. μτβ.)
sorprendersi (ρ.μ. (αντων.))
sorpresa (θηλ.ουσ)
sorpreso (επίθ.)
sorreggere (ρ. μτβ.)
sorreggersi (ρ.μ. (αντων.))
sorrentino (ουσ αρσ )
sorrentino (επίθ.)
sorridente (επίθ.)
sorridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sorriso (ουσ αρσ )
sorsata (θηλ.ουσ)
sorseggiare (ρ. μτβ.)
sorso (ουσ αρσ )
sorta (θηλ.ουσ)
sorte (θηλ.ουσ)
sorteggiabile (επίθ.)
sorteggiare (ρ. μτβ.)
sorteggiato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---