Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsorrèggere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sorˈrɛdʤere] στηρίζω sorreggersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [sorˈrɛdʤersi] 1 στέκομαι 2 στηρίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |