Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protocòllo (ουσ αρσ ) protrùdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
protomàrtire (ουσ αρσ και θηλ.) protrusióne (θηλ.ουσ)
pròtome (θηλ.ουσ) protuberànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protomèdico (ουσ αρσ ) protuberànza (θηλ.ουσ)
protóne (ουσ αρσ ) protutóre (ουσ αρσ )
protònico (επίθ.) pròva (θηλ.ουσ)
protonotariàto (ουσ αρσ ) provàbile (επίθ.)
protonotàrio (ουσ αρσ ) provàre (ρ. μτβ.)
protoplàsma (ουσ αρσ ) provarsi (ρ.μ. (αντων.))
protoplasmàtico (επίθ.) provatìvo (επίθ.)
protoràce (ουσ αρσ ) provàto (επίθ.)
protoracico (επίθ.) provatùra (θηλ.ουσ)
protoromàntico (αρσ. επίθ και ουσ) provavàlvole (ουσ αρσ )
protosincrotróne (ουσ αρσ ) proveniènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protòssido (ουσ αρσ ) proveniènza (θηλ.ουσ)
protòtipo (ουσ αρσ ) provenìre (ρ.αμτβ.)
protòttero (ουσ αρσ ) provènto (ουσ αρσ )
protozòi (ουσ αρσ πληθ.) proventrìglio (ουσ αρσ )
protozòico (αρσ. επίθ και ουσ) provènza (θηλ.ουσ)
protozòo (ουσ αρσ ) provenzàle (ουσ αρσ και θηλ.)
protrarsi (ρ.μ. (αντων.)) provenzàle (επίθ.)
protràrre (ρ. μτβ.) provenzaleggiànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protràttile (επίθ.) provenzaleggiàre (ρ.αμτβ.)
protrazióne (θηλ.ουσ) provenzalìsmo (ουσ αρσ )
protrombìna (θηλ.ουσ) provenzalìsta (ουσ αρσ και θηλ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: