Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


protozòico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [protodˈdzɔjko]

αρχαιοζωικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protozoi protozoo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protosincrotrone (ουσ αρσ )
protossido (ουσ αρσ )
prototipo (ουσ αρσ )
protottero (ουσ αρσ )
protozoi (ουσ αρσ πληθ.)
protozoico (αρσ. επίθ και ουσ)
protozoo (ουσ αρσ )
protrarsi (ρ.μ. (αντων.))
protrarre (ρ. μτβ.)
protrattile (επίθ.)
protrazione (θηλ.ουσ)
protrombina (θηλ.ουσ)
protrudere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
protrusione (θηλ.ουσ)
protuberante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protuberanza (θηλ.ουσ)
protutore (ουσ αρσ )
prova (θηλ.ουσ)
provabile (επίθ.)
provare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---