Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


protrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [protrattsjˈone]

1 εξακολούθηση
2 τέντωμα
3 προέκταση
4 εξάπλωση
5 επιμήκυνση
6 παρέλκυση
7 μάκρεμα
8 παράταση
9 διαιώνιση
10 επέκταση
11 αναβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protrattile protrombina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protozoico (αρσ. επίθ και ουσ)
protozoo (ουσ αρσ )
protrarsi (ρ.μ. (αντων.))
protrarre (ρ. μτβ.)
protrattile (επίθ.)
protrazione (θηλ.ουσ)
protrombina (θηλ.ουσ)
protrudere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
protrusione (θηλ.ουσ)
protuberante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protuberanza (θηλ.ουσ)
protutore (ουσ αρσ )
prova (θηλ.ουσ)
provabile (επίθ.)
provare (ρ. μτβ.)
provarsi (ρ.μ. (αντων.))
provativo (επίθ.)
provato (επίθ.)
provatura (θηλ.ουσ)
provavalvole (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---