Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


provàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [proˈvabile]

1 που μπορεί να αποδειχτεί
2 αποδεικτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prova provare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protrusione (θηλ.ουσ)
protuberante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protuberanza (θηλ.ουσ)
protutore (ουσ αρσ )
prova (θηλ.ουσ)
provabile (επίθ.)
provare (ρ. μτβ.)
provarsi (ρ.μ. (αντων.))
provativo (επίθ.)
provato (επίθ.)
provatura (θηλ.ουσ)
provavalvole (ουσ αρσ )
proveniente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
provenienza (θηλ.ουσ)
provenire (ρ.αμτβ.)
provento (ουσ αρσ )
proventriglio (ουσ αρσ )
provenza (θηλ.ουσ)
provenzale (ουσ αρσ και θηλ.)
provenzale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---