Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proventrìglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [provenˈtriʎʎo]

πρόλοβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  provento provenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

provavalvole (ουσ αρσ )
proveniente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
provenienza (θηλ.ουσ)
provenire (ρ.αμτβ.)
provento (ουσ αρσ )
proventriglio (ουσ αρσ )
provenza (θηλ.ουσ)
provenzale (ουσ αρσ και θηλ.)
provenzale (επίθ.)
provenzaleggiante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
provenzaleggiare (ρ.αμτβ.)
provenzalismo (ουσ αρσ )
provenzalista (ουσ αρσ και θηλ.)
proverbiale (επίθ.)
proverbialmente (επίρ.)
proverbio (ουσ αρσ )
proverbioso (επίθ.)
proverbista (ουσ αρσ και θηλ.)
provetta (θηλ.ουσ)
provetto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---