Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


provètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [proˈvɛtto]

1 εμπειρογνώμων
2 ειδικευμένος
3 έμπειρος
4 επιτήδειος
5 πολύξερος
6 ειδήμων
7 επιδέξιος
8 προχωρημένος σε τέχνη ή επάγγελμα
9 ειδικός
10 εξπέρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  provetta provicariato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

proverbialmente (επίρ.)
proverbio (ουσ αρσ )
proverbioso (επίθ.)
proverbista (ουσ αρσ και θηλ.)
provetta (θηλ.ουσ)
provetto (επίθ.)
provicariato (ουσ αρσ )
provicario (ουσ αρσ )
provider (ουσ αρσ )
provincia (θηλ.ουσ)
provincialato (ουσ αρσ )
provinciale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
provincialismo (ουσ αρσ )
provincialità (θηλ.ουσ)
provincializzare (ρ. μτβ.)
provincializzazione (θηλ.ουσ)
provino (ουσ αρσ )
provitamina (θηλ.ουσ)
provocabile (επίθ.)
provocante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---