Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprovènto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proˈvɛnto] 1 κέρδος 2 εισπράξεις 3 έσοδα 4 είσπραξη από πωλήσεις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |