Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόproveniènte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [proveˈnjɛnte] 1 απορρέων 2 καταγόμενος 3 προερχόμενος 4 προκύπτων 5 που έρχεται 6 που έχει ως αιτία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |