Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


protuberànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [protubeˈrantsa]

1 ρόζος
2 τούρλωμα
3 πρήξιμο από χτύπημα
4 έπαρμα
5 προβολή
6 εξύψωση
7 προεξοχή
8 προεκβολή
9 καρούμπαλο
10 εξόγκωμα
11 έξαρμα
12 καμπούρα
13 οίδημα
14 ύψωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protuberante protutore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protrazione (θηλ.ουσ)
protrombina (θηλ.ουσ)
protrudere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
protrusione (θηλ.ουσ)
protuberante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protuberanza (θηλ.ουσ)
protutore (ουσ αρσ )
prova (θηλ.ουσ)
provabile (επίθ.)
provare (ρ. μτβ.)
provarsi (ρ.μ. (αντων.))
provativo (επίθ.)
provato (επίθ.)
provatura (θηλ.ουσ)
provavalvole (ουσ αρσ )
proveniente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
provenienza (θηλ.ουσ)
provenire (ρ.αμτβ.)
provento (ουσ αρσ )
proventriglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---