Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


protrùdere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [proˈtrudere]

1 προέχω
2 εξέχω
3 προεκβάλλω
4 προεξέχω
5 προεκτείνομαι
6 εξέχω προς τα μπρος
7 προβάλλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protrombina protrusione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protrarsi (ρ.μ. (αντων.))
protrarre (ρ. μτβ.)
protrattile (επίθ.)
protrazione (θηλ.ουσ)
protrombina (θηλ.ουσ)
protrudere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
protrusione (θηλ.ουσ)
protuberante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protuberanza (θηλ.ουσ)
protutore (ουσ αρσ )
prova (θηλ.ουσ)
provabile (επίθ.)
provare (ρ. μτβ.)
provarsi (ρ.μ. (αντων.))
provativo (επίθ.)
provato (επίθ.)
provatura (θηλ.ουσ)
provavalvole (ουσ αρσ )
proveniente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
provenienza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---