Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpròva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔva] 1 η δοκιμή 2 (a teatro) η πρόβα 3 (in tribunale) η απόδειξη 4 (esame) η εξέταση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |