Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprotuberànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [protubeˈrante] 1 προεξέχων 2 εξογκωμένος 3 εξέχων 4 πρησμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |