Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


protràttile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [proˈtrattile]

1 που μπορεί να πεταχτεί έξω
2 προεξέχων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protrarre protrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protozoi (ουσ αρσ πληθ.)
protozoico (αρσ. επίθ και ουσ)
protozoo (ουσ αρσ )
protrarsi (ρ.μ. (αντων.))
protrarre (ρ. μτβ.)
protrattile (επίθ.)
protrazione (θηλ.ουσ)
protrombina (θηλ.ουσ)
protrudere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
protrusione (θηλ.ουσ)
protuberante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
protuberanza (θηλ.ουσ)
protutore (ουσ αρσ )
prova (θηλ.ουσ)
provabile (επίθ.)
provare (ρ. μτβ.)
provarsi (ρ.μ. (αντων.))
provativo (επίθ.)
provato (επίθ.)
provatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---